- ολιγοδρανώ
- ὀλιγοδρανῶ, -έω (Α)1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, -έουσα, -έονασθενικός, αδύναμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανῶ (< -δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανώ, λιπο-δρανώ].
Dictionary of Greek. 2013.